- αποκρύπτω
- κ. -κρύβω (AM ἀποκρύπτω κ. -κρύβω)1. κρύβω κάτι από κάποιον, κρατώ κρυφό2. εμποδίζω τη θέα κάποιου, κρύβω κάτι από τα μάτια κάποιουνεοελλ.αποσιωπώ κάτι, το κρατώ μυστικόαρχ.-μσν.επισκιάζω κάποιον, δείχνομαι ανώτερός τουαρχ.φρ.1. «ἀποκρύπτω γῆν» — χάνω από τα μάτια μου την ξηρά2. «ἀπέκρυψαν» — χάθηκαν, έγιναν άφαντοι3. «ἀπεκρύψαμεν ἑαυτούς» — χαθήκαμε απ' τα μάτια τους.
Dictionary of Greek. 2013.